Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπὶ κεφαλαίων

  • 1 κεφάλαιον

    κεφάλαιον, ου, τό (s. κεφαλή; Pind.+; ins, pap, LXX; TestSol 12:3 P) in our lit. the adj. κεφάλαιος, -α, -ον is used only as subst.
    a brief statement concerning some topic or subject, main thing, main point (Thu. 4, 50, 2; Isocr. 4, 149 κ. δὲ τῶν εἰρημένων; Pla., Phd. 44, 95b; Demosth. 13, 36; Epict. 1, 24, 20; POxy 67, 18; Philo, Leg. All. 2, 102; Jos., C. Ap. 1, 219, Ant. 17, 93; Just.; Tat. 51, 4; Ath., R. 20 p. 73, 16) Hv 5:5. κ. ἐπὶ τοῖς λεγομένοις the main point in what has been said (is this) Hb 8:1 (Menand., Georg. 75 κ. … τοῦ παντὸς λόγου; Menand. in Plut., Mor. 103d τὸ δὲ κ. τῶν λόγων; PKöln II, 114, 2–3=ZPE 4, ’69, 192; cp. pl. Pind., P. 4, 116).—Summary, synopsis (limited to the main points) ἐπὶ κεφαλαίῳ in summary, in brief (uncertain in Aristot., EN 1107b, 14, otherw. either ἐν κεφαλαίῳ X., Cyr. 6, 3, 18; Appian, Bell. Civ. 4, 93 §388 ἐν κ. εἰπεῖν; PLips 105, 35; POxy 515, 6 al. pap; or ἐπὶ κεφαλαίου Polyb 1, 65, 5; PTebt 24, 52; ἐπὶ κεφαλαίων Just., D. 85, 4; Tat. 31, 4) MPol 20:1.
    accumulated goods, oppos. of interest or income, ‘capital’ (Pla., Demosth., ins, pap), then a sum of money gener. (Artem. 1, 17 p. 21, 19; 1, 35 p. 36, 17 and 37, 16; GDI 2503, 14 [Delphi]; Cyr.-Ins. 132; BGU 1200, 17 [I B.C.] οὐ μικρῷ κεφαλαίῳ; POxy 268, 7; other exx. New Docs 3 no. 43; Lev 5:24; Num 5:7; 31:26; EpArist 24; Jos., Ant. 12, 30; 155) πολλοῦ κ. τὴν πολιτείαν ταύτην ἐκτησάμην I acquired this citizenship for a large sum of money Ac 22:28.—DELG s.v. κεφαλή. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κεφάλαιον

  • 2 κεφάλαιος

    κεφάλαι-ος [ᾰ], α, ον, ([etym.] κεφαλή)
    A of the head: metaph., principal, chief, ῥῆμα κ. (with a play on κεφαλίτης λίθος) Ar.Ra. 854;

    τὸ κ. μέρος PMasp.151.16

    (vi A.D.): [comp] Sup. - ότατος v.l. in Pl.Grg. 494e.
    II mostly Subst. κεφάλαιον, τό, = κεφαλή, head, parts about the head, esp. of fish, θύννου κ. τοδί Callias Com.3: in pl., Amphis 35, Sotad. Com.1.5; also

    κ. ῥαφανῖδος Ar.Nu. 981

    ; of an infant, Leonid. ap. Aët.6.1.
    2 chief or main point,

    κ. δὴ παιδείας λέγομεν τὴν ὀρθὴν τροφήν Pl.Lg. 643c

    ; esp. in speaking or writing, sum, gist of the matter,

    κεφάλαια λόγων Pi.P.4.116

    ;

    κ. τοῦ παντὸς λόγου Men.Georg. 75

    , cf. Cic.Att.5.18.1; τὰ κ. συγγράφων Εὐριπίδῃ drawing up the heads of the play, Antiph.113.5: freq. in Prose, Th.4.50, Pl.Grg. 453a, etc.;

    κ. τῶν εἰρημένων Isoc.3.62

    , cf. 5.154;

    κ. τῆς οἰκονομίας Phld.Rh.1.68

    S. (pl.); ἐν κεφαλαίῳ, or ὡς ἐν κ., εἰπεῖν to speak summarily, X.Cyr.6.3.18, Pl.Smp. 186c, al.; ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι, ἀποδείξειν, περιλαβεῖν τι, Th.6.87, Lys.13.33, Isoc.2.9;

    βραχυτάτῳ κ. μαθεῖν Th.1.36

    ; τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίου (v.l. - αίῳ), opp. ἀκριβέστερον, Arist.EN 1107b14;

    ἐπὶ κ. Plb.1.65.5

    , 3.5.9;

    ἐπὶ κεφαλαίων D.19.315

    , etc.; esp. in an argument, summing up,

    ἐν κεφαλαίοις Pl.Ti. 26c

    ; κεφαλαίῳ δέ .., Lat. denique, Decr. ap. D.18.164; τὸ δ' οὖν κ. ib.213;

    τὸ δὲ κ. τῶν λόγων, ἄνθρωπος εἶ Men.531.10

    ; συναγαγεῖν τὸ κ. to sum up, Arist.Metaph. 1042a4.
    3 metaph., of persons, the head or chief, ὅ τι περ κ. τῶν κάτωθεν, of Pericles, Eup.93;

    τὸ κ. οὐδέπω λογίζομαι, τὸν δεσπότην Men.Pk. 173

    ;

    ὅ τι περ τὸ κ. Luc.Harm. 3

    , Gall.24, Philops.6; τὰ κ. τῶν μαθημάτων, of philosophers, Id.Pisc. 14;

    τὸ κ. τοῦ πολέμου App.BC5.50

    ; οἳ τὸ τῆς στάσεως κ. ἦσαν ib.43;

    τὸν Θαλῆν τῶν σοφῶν τὸ κ. Jul.Or.3.125d

    : hence, of qualities, etc., σχεδόν τι τὸ κ. τῶν κακῶν (sc. avarice) Apollod. Gel.4;

    τὸ κ. τῆς εὐδαιμονίας ἡ διάθεσις Diog.Oen.57

    .
    4 Rhet., head, topic of argument, D.H.Comp.1, Rh.10.5, Str.1.2.31.
    5 of money, capital, opp. interest or income, Pl.Lg. 742c, D.27.64, etc.
    b sum total, IG12.91.23, al., Lys.19.40, D.27.10; πολλοῦ κ. for a large sum, Act. Ap.22.28, cf. Aristeas 24, Plu.Fab.4, etc.;

    κ. ἀργυρικά PRyl.133.15

    (i A.D.); also

    σιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ κ. PSI4.281.31

    (ii A.D.).
    6 crown, completion of a thing, τὸ μὲν κ. τῶν ἀδικημάτων the crowning act of wrong, D.27.7;

    δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κ. ἐφ' ἅπασι.. ἐπέθηκε Id.21.18

    .
    7 chapter, section, PGnom.Prooem., Ammon.in Int.1.17, al., Chor.in Hermes 17.223; distd. from τίτλος, Suid. s.h.v.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφάλαιος

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek

  • προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»